τσιρίσι

τσιρίσι
το сапожный клей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσιρίσι" в других словарях:

  • τσιρίσι — τσιρίσι, το και τσερίσι, το (λ. τουρκ.) 1. άμυλο από ασφόδελο, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της κόλλας των τσαγκάρηδων. 2. η κόλλα των τσαγκάρηδων που γίνεται από αυτό το άμυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιρίσι — και τσερίσι, το, Ν 1. είδος αμύλου που εξάγεται από τους κονδύλους τού ασφοδέλου 2. κόλλα που παρασκευάζεται από το άμυλο αυτό και χρησιμοποιείται από τους υποδηματοποιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciris] …   Dictionary of Greek

  • τσερίσι — το, Ν βλ. τσιρίσι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»